- ισοχειλής
- ἰσοχειλής, -ές (Α)1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυ-χειλής, λεπτο-χειλής].
Dictionary of Greek. 2013.