ισοχειλής

ισοχειλής
ἰσοχειλής, -ές (Α)
1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυ-χειλής, λεπτο-χειλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοχειλῆ — ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλεῖς — ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc pl ἰσοχειλής level with the brim masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλέα — ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοχειλής level with the brim masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοχειλές — ἰσοχειλής level with the brim masc/fem voc sg ἰσοχειλής level with the brim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισόχειλος — ἰσόχειλος, ον (Μ) ο ισοχειλής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”